Δεν υπάρχουν superwomen στον πραγματικό κόσμο. Αν υπήρχαν, εμείς θα γράφαμε για τις άπιαστες δυνατότητες των ισορροπιών τους και οι ίδιες θα επαίρονταν γι’ αυτές. Υπάρχουν, όμως, εκείνες οι γυναίκες, οι νέες και φερέλπιδες της καριέρας και της πολιτικής, που «δεν σηκώνουν τα χέρια ψηλά» και «σπρώχνουν πάντα τον εαυτό τους» για να αποδώσουν καλύτερα και περισσότερα. «Αυτό είναι το δικό μου life style», δηλώνει η Χριστιάνα Ερωτοκρίτου. «Κινητοποιεί μεν, εξουθενώνει δε», παραδέχεται, ειδικά όταν η οικογένεια, εκ των πραγμάτων, απαιτεί κι ένα σχετικό, έστω, work life balance. Η ίδια το διεκδικεί μεταξύ σπιτιού, γραφείου, δικαστηρίων και κόμματος.
«Φοβάμαι πως για τους περισσότερους η ζωή μου θα μπορούσε να θεωρηθεί πεζή, άρα θα ήταν δύσκολο για εσάς να βρείτε το κλειδί για ένα ενδιαφέρον, όπως το θέτετε, κόνσεπτ», μου είπε όταν μιλήσαμε πρώτη φορά από το τηλέφωνο. Η «σιδηρά», όπως πολλοί την αποκαλούν, εκπρόσωπος Τύπου του ΔΗΚΟ και μάχιμη δικηγόρος ήταν από τα πρώτα άτομα που πρότεινα για συνέντευξη στις αρχικές συσκέψεις των συντακτών του Celebrity. «Θέλω να σε γνωρίσω», της είπα, «γιατί μ’ αρέσει αυτό που βγάζεις». Γνώση, δυναμισμός, αλλά κυρίως αυτή η… μαγκιά. Γέλασε. «Ευχαρίστως», μου είπε, επαναλαμβάνοντας σαν να ήθελε να είναι ξεκάθαρη από την αρχή, πως το δικό της life style, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι αυτό το οποίο θα αναζητούσε κανείς στη σφαίρα του celebrity. «Θα μας ενδιέφερε να μάθουμε, είσαι άτομο που μπήκες στις ζωές μας με την πολιτική και μάλλον μένεις», είπα, για να την προκαλέσω αμέσως να υπερασπίσει τις επιλογές της, ρωτώντας εάν είναι ικανοποιημένη από αυτές. «Πολύ», μου απάντησε, «ο καθένας πρέπει να επιλέγει ανάλογα με το τι τον κάνει ευτυχισμένο». Και το ραντεβού κλείστηκε, απόγευμα Τετάρτης, στο δικηγορικό γραφείο Ερωτοκρίτου Ανδρέας Π. & ΣΙΑ – οικογενειακή η παράδοση από τους γονείς στην κόρη – και μετά θα βγαίναμε για φωτογράφιση στο παλιό θέατρο του ΘΟΚ, κατά την έμπνευση του φωτογράφου μας.
Ποια είναι, όμως, «η Ερωτοκρίτου του ΔΗΚΟ»;
Δικηγόροι οι γονείς, Ανδρέας και Στέλλα, με δικό τους δικηγορικό, δικηγόρος σπούδασε και ο γιος της οικογένειας, Πάρις, όμως παρά τις υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις του στον κλάδο, επέλεξε να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό και σήμερα ζει στην Αμερική όπου ασχολείται με τη σκηνοθεσία. Η Χριστιάνα ζει από τα έξι της, για την ακρίβεια από το 1979, στην ίδια γειτονιά. «Τότε η Αγλαντζιά ένα χωριό ήταν, θυμάμαι που άνοιγα το παράθυρο κι έβλεπα κοπάδια να βόσκουν στα γύρω χωράφια». Μετά την Αγγλική Σχολή έφυγε για σπουδές στην Αγγλία – νομική στο University of London και Bar at Lincoln’s Inn, Inns of Court, London – και επέστρεψε για να δώσει σάρκα και οστά στο όνειρο που έφτιαχνε από παιδί, παρέα με τον παππού Πάτροκλο. Να φτιάξει το δικό της σπίτι, για να στεγάσει τη δική της οικογένεια, στο μικρό οικόπεδο – δώρο από τον παππού στο πρώτο του εγγόνι: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ ότι θα ζούσα κάπου αλλού. Εκτός του ότι λατρεύω την περιοχή, μου δημιουργεί την αίσθηση ότι με κρατά δεμένη με ένα σύνολο βιωμάτων και ανθρώπων που με καθόρισαν».
Η δική της οικογένεια, σήμερα, τετραμελής, όπως ήταν και η πατρική της. Ο σύζυγός της, Μάριος Αβραάμ, χημικός μηχανικός και τα παιδιά τους Πάνος, 10 και Άντρεα 7:
«Γνωριστήκαμε στο Da Capo σε κοινή παρέα, εγώ είχα επιστρέψει από τις σπουδές μου και ο Μάριος θα έφευγε για το διδακτορικό του. ‘Δοκιμαστήκαμε’ και κοντά και από απόσταση, κάποια στιγμή θεωρήσαμε πως ήταν πια δεδομένο ότι θα πορευόμασταν μαζί στη ζωή και προχωρήσαμε». Στη ζωή ναι, στην πολιτική όχι, αφού ο Μάριος ζει το κατά τα άλλα μεγάλο αυτό κεφάλαιο της κοινής τους ζωής μόνο μέσω της Χριστιάνας, σε δόσεις, μάλιστα, που τον καθιστούν «σταθερό στήριγμα των επιλογών της και πολύτιμο σύμβουλο».
Τι γυρεύει ένα μωρό στο κόμμα;
Η επιλογή της Χριστιάνας να μπει στην πολιτική δεν ήταν καν επιλογή, θα έλεγε κανείς, αφού χωρίς να το συνειδητοποιεί το αποφάσιζε, παιδί ακόμα κοντά στα 10: «Έχω βιώματα από το ΔΗΚΟ από τον καιρό που ήμουν μαθήτρια του δημοτικού. Ο πατέρας μου ασχολείτο με την πολιτική και πολλές φορές τον ακολουθούσα, χωρίς καλά – καλά να καταλαβαίνω το γιατί, σε διάφορες δραστηριότητες. Θυμάμαι που πήγα, μάλιστα, και σε περιοδεία σε Πρόδρομο, Πεδουλά και Αγρό. Κάθε άλλο παρά έπληττα, εγώ επέλεγα να πηγαίνω. Μου άρεσε». Στέλεχος του κόμματος είναι από το 2001, όταν αποφάσισε να πάρει την ανάμειξή της ένα βήμα παρακάτω διεκδικώντας κάποιο αξίωμα, με αποτέλεσμα να τη βλέπουμε εδώ και δυο χρόνια ανελλιπώς ως εκπρόσωπο Τύπου του ΔΗΚΟ και ως μια νέα πολλά υποσχόμενη είσοδο στην πολιτική ζωή του τόπου. «Μου αρέσει η πολιτική. Την απολαμβάνω». Και υπάρχει, πλην της παιδείας που καλλιεργήθηκε παιδιόθεν και μια άλλη ισχυρή εξήγηση γι’ αυτό: «Λατρεύω τον τόπο μου και ασχολούμενη με την πολιτική θεωρώ ότι παλεύω για το μέλλον του και για το μέλλον των παιδιών μου, εξού και δεν είμαι διατεθειμένη να σηκώσω ποτέ τα χέρια ψηλά σε οτιδήποτε παραβαίνει τις αρχές μου». Για τον ίδιο λόγο θα έφευγε και από το κόμμα: «Θα αποχωρούσα εάν διαπίστωνα ότι οι πολιτικές του και η πολιτική του κατεύθυνση δεν με αντιπροσωπεύουν. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να παραμείνει, δεν θα ήταν ειλικρινές προς τους πολίτες και προς εμένα».
Γιατί οι γονείς δεν ήθελαν κόρη δικηγόρο;
Ειλικρινής στάθηκε κι ενώπιον της καθαρά προσωπικής της επιλογής να ακολουθήσει τη νομική. Συνήθως οι γονείς με «στρωμένες» δουλειές όχι απλώς παρακινούν, αλλά συχνά πιέζουν τα παιδιά τους να τους διαδεχθούν σ’ αυτές. Όχι, όμως, ο Ανδρέας και η Στέλλα Ερωτοκρίτου: « Οι γονείς μου δεν ήθελαν να σπουδάσω νομική, ιδιαίτερα η μητέρα μου. Γνωρίζοντας τις δυσκολίες ήθελαν για μένα μια άλλη επιλογή που να συνδύαζε την οικογενειακή ζωή, την ιδιότητα της μητέρας αλλά και την καριέρα μέσα σε κάποια όρια πιο ομαλά. Προσπάθησαν πολλές φορές να με προβληματίσουν, αλλά ένιωθα ότι αυτό ήθελα να κάνω και τίποτε άλλο». Το ήθελε και το έκανε, γιατί αν μέσα στην πολιτική μεγάλωσε, μες τη δικηγορία γεννήθηκε και ζούσε κάθε μέρα: «Οι γονείς μου πάντα μετέφεραν τη δουλειά στο σπίτι, συζητούσαν μεταξύ τους κι εγώ εκεί, άκουγα, κι ας μην μπορούσα, λόγω ηλικίας, να κατανοήσω όσα έλεγαν. Μου έκανε εντύπωση η αναλυτική σκέψη του πατέρα μου και ο δυναμισμός με τον οποίο η μητέρα μου μετέφερε τα δικά της θέματα». Η ίδια θα ήθελε να συνδυάζει τα καλύτερα των δυο. Άλλοτε της βγαίνει και άλλοτε όχι: «Την ψυχραιμία και την ηρεμία του μπαμπά μου, του οποίου η εσωτερική δύναμη βγαίνει με ένα πολύ ομαλό τρόπο και τον δυναμισμό της μητέρας μου, που εξωτερικεύει το τι νιώθει και σκέφτεται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό».
Είχαν, τελικά, κάποιο δίκαιο οι γονείς για τις ισορροπίες;
Είναι κατορθωτό το work-life balance, όταν έχεις να αφιερώσεις, μάλιστα, μεγάλο μέρος και στην πολιτική; « Η ισορροπία επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, είναι κάτι που δεν έχω καταφέρει να επιτύχω. Η πραγματικότητα είναι πως μερικές φορές νιώθω να αδικώ τα παιδιά και το σύζυγό μου, διότι συνειδητά επιλέγω να λείπω από το σπίτι πολύ περισσότερες ώρες από όσες θα έλειπα εάν δεν ασχολούμουν ταυτόχρονα με τη δικηγορία και την πολιτική. Προσπαθώ όμως να εξηγήσω στα παιδιά μου τους λόγους που το κάνω, ότι είναι για το καλό του τόπου μας και το δικό τους. Είναι, πλέον, για την οικογένειά μας ένας τρόπος ζωής». Όσο για τον Μάριο «δεν είναι άνθρωπος που θα με σταματούσε από το να κάνω κάτι το οποίο θέλω, ακόμα κι αν ο ίδιος θα έπρεπε να πληρώσει κάποιο τίμημα. Ικανοποιείται και ο ίδιος όταν με βλέπει να προσπαθώ να πετύχω κάτι που πολύ επιθυμώ. Εξάλλου, στο παρελθόν έτυχε να ήταν αντίστροφοι οι ρόλοι, σε πιο απαιτητικές επαγγελματικές εποχές για τον ίδιο, επειδή εκείνος το επέλεξε κι εγώ όχι απλώς το σεβάστηκα αλλά θαύμασα το ότι ήθελε να προσπαθήσει για κάτι περισσότερο, βάζοντας στόχους. Η στήριξη από εμένα ήλθε χωρίς να μου το ζητήσει, ήταν πηγαία». Εξάλλου, η προσήλωση στον στόχο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικού της life style: «Να σπρώχνεις συνεχώς τον εαυτό σου για να αποδώσεις ακόμα περισσότερα και ακόμα καλύτερα. Αυτό με ικανοποιεί. Είναι εξουθενωτικό και σωματικά και ψυχικά, αλλά η ικανοποίηση που σου προσφέρει την επομένη, σου δημιουργεί κίνητρο για να συνεχίσεις».
Αν ως δια μαγείας εμφανιζόταν ελεύθερος χρόνος;
Σήμερα, ούτε λόγος για χόμπι και έξτρα δραστηριότητες, τι όμως θα την ικανοποιούσε σε σημείο που να αφοσιωθεί και με ποιο κίνητρο; «Θα ήθελα να έδινα περισσότερο χρόνο στα παιδιά μου και σε συνήθεις μαζί τους ασχολίες. Να διαβάζουμε, να πηγαίνουμε μαζί σε γενέθλια που τους καλούν, να τους πηγαίνω στα φροντιστήρια. Αν είχα ακόμα περισσότερο χρόνο θα ήθελα να μάθω Αραβικά, γιατί πάντα μου άρεσαν. Εξάλλου, ό,τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή και στον Αραβικό κόσμο έχει τεράστιες συνέπειες στην Κύπρο, οπόταν θα ήθελα να κατανοήσω τον κόσμο αυτό καλύτερα και ο καλύτερος τρόπος είναι η γλώσσα. Θα ήθελα, ακόμα, να παρακολουθήσω μαθήματα εσωτερικής διακόσμησης, γιατί η αισθητική που έχει ένας χώρος, το φως, τα χρώματα και η διαρρύθμιση έχουν επιπτώσεις στον ψυχισμό μας. Θέλω ο χώρος μου να με ηρεμεί, να με χαλαρώνει και να μη μου δημιουργεί αίσθημα φυγής. Είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες και χρειάζεται να μελετήσεις πολλές λεπτομέρειες για να τις επιτύχεις».
«Η φιλία μου με τον Νικόλα»
Συχνά – πυκνά η ανέλιξη της Χριστιάνας στο ΔΗΚΟ συνδέεται, πέραν των ικανοτήτων και της αφοσίωσής της, και στη στενή φιλική της σχέση με τον Νικόλα Παπαδόπουλο. Απαντά λακωνικά πως: «Αυτό θα προτιμούσα να το κρίνουν όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν». Και γενικότερα: «Για μένα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι παράγοντας ανέλιξης η φιλική σχέση. Η Κύπρος είναι μικρή. Όλοι στο ευρύτερο επαγγελματικό μας φάσμα δεν έχουμε ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε, αλλά κι έχουμε σχέση που εξελίσσεται σε φιλία; Είναι δυο σχέσεις που βαδίζουν μεν παράλληλα αλλά είναι και πρέπει να είναι εντελώς ξεχωριστές».
Με τον Νικόλα ήταν συμμαθητές στην Αγγλική Σχολή, στην ίδια χρονιά και κατά περιόδους στην ίδια τάξη, ανάλογα με τις επιλογές των μαθημάτων τους . Στο να αναπτυχθεί μια δυνατή μεταξύ τους φιλία συνέτειναν αρχικά και οι ταυτόσημες απόψεις τους: «Πάντα συνέπιπταν οι θέσεις μας σε πολιτικά θέματα και στο Κυπριακό, ακόμα και από τη σχολική ηλικία, στο επίπεδο που τα συζητούσαμε ως μαθητές. Σήμερα είμαστε πάντα οικογενειακοί φίλοι και η σχέση μας δεν καθορίζεται ούτε επηρεάζεται από την πολιτική και το κόμμα. Στο παρελθόν έτυχε να διαφωνήσουμε έντονα με τον Νικόλα σε επίπεδο εκτελεστικού γραφείου και να ψηφίσουμε δυο αντίθετες προτάσεις σε κορυφαία θέματα. Η πολιτική αυτή διαφωνία ήταν μέσα στα απόλυτα δημοκρατικά πλαίσια, στηριζόταν σε επιχειρήματα και από τους δυο και στο τέλος της μέρας διατηρήσαμε αλώβητη τη φιλική μας σχέση».
Οικογενειακή υπόθεση
Όσο χρόνο έχουμε, ο Μάριος κι εγώ, προσπαθούμε να τον περνάμε με τα παιδιά, να συζητάμε, εάν έχουμε προβλήματα να τα λύνουμε και να μοιραζόμαστε τις καλές στιγμές της μέρας. Με τα παιδιά συζήτησα πολλές φορές για μια υπόθεση στο δικαστήριο, για την απογοήτευση ή την ικανοποίησή μου, προσπαθώντας να τα κάνω να μοιράζονται με μας τόσο τις αποτυχίες όσο και τις επιτυχίες τους. Ως γονείς προσπαθούμε να αποτελούμε ένα δίκτυ ασφαλείας για τα παιδιά μας, ώστε να νιώθουν προστατευμένα ακόμα κι αν δεν είμαστε παρόντες. Αν βγούμε με τον σύζυγο, μπορεί να μας δει κανείς οπουδήποτε, ανάλογα με τη διάθεσή μας. Σε κάποια ψαροταβέρνα, γιατί μας αρέσει το ψάρι, για κανένα κρασάκι ίσως ή σε κάποιο καλό εστιατόριο για μια ξεχωριστή περίπτωση. Προτιμάμε, όμως, μέρη απλά, όπως ένα παραδοσιακό σουβλατζίδικο ή το καφενείο ενός χωριού, όπου μπορείς να περάσεις την ώρα σου χαλαρά, όμορφα και αυθεντικά.
Αγαπημένο ταξίδι εκτός Κύπρου είναι οποιοσδήποτε προορισμός, όπου φτάνω με την οικογένειά μου. Ταξιδεύουμε λίγο, στο μέτρο του δυνατού, και μας αρέσει ιδιαίτερα Λίβανος, όπου έχουμε και καλούς φίλους.
Στην Κύπρο συνήθως πάμε για θάλασσα στον Πρωταρά, όπως ο πιο πολύς κόσμος. Φέτος πήγαμε και στην Πάφο για διακοπές, τα παιδιά ενθουσιάστηκαν. Εκδρομές κάνουμε, όμως, και στα ορεινά. Πάμε Πρόδρομο, Κακοπετριά, παντού…
Κάτι ακόμα για μένα
Δεν έχω ανάγκη από χρόνο «ειδικά για μένα», γιατί η ζωή μου είναι γεμάτη από πράγματα που με γεμίζουν.Μια όμορφη πολυτέλεια για μένα θα ήταν η απουσία του άγχους από την καθημερινότητά μου.Η μαγειρική μου αρέσει πολύ, αν και δεν έχω χρόνο να μαγειρεύω, ο Θεός να ευλογεί τη μητέρα.
Φτιάχνω γιορτινά γλυκά πάντοτε τα Χριστούγεννα, που είναι η αγαπημένη μου εποχή. Τότε είναι που το σπίτι γεμίζει μυρουδιές και γεύσεις, τις οποίες μοιραζόμαστε με αγαπημένους δικούς μας ανθρώπους.
Με τη μόδα έχω ελάχιστη σχέση. Κάθε γυναίκα θα ήθελε να είναι κομψή και περιποιημένη, ως εκεί κι εγώ.
Διαβάζω αρκετά. Προτιμώ βιογραφίες πολιτικών και βιβλία ιστορίας που έχουν να κάνουν, κυρίως, με τη Μέση Ανατολή.
Η τηλεόραση με ξεκουράζει και παρόλο που θα ακουστώ πολύ πεζή, θα πω ότι προτιμώ τα debates, ειδικά του εξωτερικού, των οποίων παρακολουθώ την εξέλιξη με ενδιαφέρον.
Φιλίες έχω και μάλιστα δυνατές. Η καλύτερη φίλη μου είναι από το Χονγκ Κονγκ, γνωριστήκαμε όταν ήμασταν φοιτήτριες στην Αγγλία και είμαστε ακόμη δεμένες, λες και βρισκόμαστε κάθε μέρα.
Το «alter ego» μου θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τις δυο κολλητές μου και αδελφικές φίλες, με τις οποίες προσπαθούμε να ξεκλέβουμε έστω και μια ώρα κάθε Σάββατο για να βρισκόμαστε. Είναι τότε που γίνονται συζητήσεις που, χωρίς υπερβολή, ξεκαθαρίζουν τις σκέψεις μας. Τους χρωστάω πολλά.